- ηλεκτροφώτιστος
- -η, -οαυτός που φωτίζεται με ηλεκτρικό ρεύμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ηλεκτροφώτιστος — η, ο αυτός που έχει εγκατάσταση ηλεκτροφωτισμού, ο ηλεκτροφωτισμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)